Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
Βαγγελισμού: | γιορτή του Ευαγγελισμού (η) |
---|
βαγένα (α): | βαρέλα (η) |
---|
βαγένι (το): | το ξυλινο βαρέλι (το) |
---|
βαγιόλι (το): | προσόψιο (το) , η πετσέτα |
---|
βάγρα (α): | το συνεχές κλάψιμο (το) , κλάψα |
---|
βάζε (το): | βάζο (το) |
---|
βαζίδι (το): | βαρίδι (το) |
---|
βαζικό (ο): | μέρος με πολλή υγρασία (το) |
---|
βαζοκόκαλε (ο): | βαριοκόκαλος (ο) |
---|
βαζόμοιρε (ο): | βαριόμοιρος (ο) , άτυχος |
---|
βαζοπαζίντα: | βαριοέρχεται , βαριοφαίνεται , κακοφαίνεται |
---|
βαζοποτσούνου: | βαριοφορτώνω |
---|
βαζούσικο (ο): | βαρούτσικος (ο) |
---|
βαζυγκόνι (το): | βαρυγκόμι (το) , δυσαρέσκεια , δυσφορία |
---|
βαζυγκονίζου: | δυσαρεστούμαι |
---|
βαθαίνου: | βαθαίνω |
---|
βαθείε, -εία, ιού (ο): | βαθύς (ο) |
---|
βάθεμα (το): | βάθυνση (η) |
---|
βαθή (α): | βαφή (η) , το χρώμα |
---|
βάθι (το): | βάθος (το) |
---|
βαθία: | βαθιά |
---|
βαθιμό (ο): | βαθμός (ο) |
---|
βαθιουτέ (ο): | βαθουλός (ο) |
---|
βαΐζου: | γέρνω , κλίνω |
---|
βαϊτέ (ο): | κλάμα (το) |
---|
βακούθι (το): | καταραμένο (το) , το έρημο | |
---|---|---|
Σήμερα λέγεται:το βακούιθι |
βάκρινε (ο): | πρόβατο που έχει μαύρο χρώμα στο κεφάλι (το) |
---|
βαλμά (ο): | αυτός που εμπορεύεται μεγάλα ζώα |
---|
βάλτε (ο): | βάλτος (ο) |
---|
βαλτερέ (ο): | βαλτερός (ο) |
---|
βαλτότοπο (ο): | βαλτότοπος (ο) |
---|
βάμα (το): | κλάμα (το) |
---|
βαμπατσίτα (ο): | καταγόμενος από το χωριό Βαμβακού (ο) |
---|
βαννατζία (α): | αρνάδα (η) |
---|
βάννε (ο): | αρνί (το) |
---|
βαννί (το): | αρνάκι (το) | |
---|---|---|
βαννιούλι |
βαννιούλι (το): | αρνάκι (το) | |
---|---|---|
βαννί |
βάννιχο (ο): | αρνίσιος (ο) |
---|
βαννοτόμαρε (το): | τομάρι (το) , δέρμα αρνιού |
---|
βάνου: | βάζω , τοποθετώ , τακτοποιώ |
---|
Βαντζέλη (ο): | Βαγγέλης (ο) , Ευάγγελος |
---|
βαντζέλιε (το): | ευαγγέλιο (το) |
---|
Βαντζελίστρα (α): | ευαγγελίστρια (η) |
---|
βαραίνου: | βαραίνω |
---|
βαρβακία (α): | βαρβατίλα (η) | |
---|---|---|
Η μυρουδιά βαρβάτου,τράγου |
βάρβαρε (ο): | σκληρός (ο) |
---|
βαρβάτε (ο): | βαρβάτος (ο) |
---|
βαρβατσέλι (το): | μικρό βαρβάτο ζώο (το) |
---|
βάρδα (α): | πρόσεχε |
---|
βαρετά: | ανόρεχτα | |
---|---|---|
Σαν να έχει βάρος |
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango