Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
α: | η | |
---|---|---|
α μάτη=η μητέρα, η μάνα |
α: | α | |
---|---|---|
Επιφώνημα |
α: | ας | |
---|---|---|
α μόλη=ας έρθει |
α: | αν | |
---|---|---|
πριν από σύμφωνο |
άα: | άλλαξα | |
---|---|---|
Αόριστος του ρήματος άσσου=αλλάζω |
άβα (α): | άλλη (η) |
---|
αβαίνου: | λαμβάνω | |
---|---|---|
λαβαίνου | ||
αορ.: αβήκα μελ.:άβου |
αβάκα: | κρυφά | |
---|---|---|
Αβάκα επεράτσε α Τσουρακά |
αβάλητε (ο): | άβαλτος (ο) , καινούριος | |
---|---|---|
αβάλητε βραχάνι=άβαλτο φουστάνι, καινούριο φουστάνι |
αβανία (α): | διαβολή,κατηγορία, συκοφαντία (η) , συκοφαντία | |
---|---|---|
Λέγεται και αβαγία. Μ' εξερίαϊ ταν αβανία σ' ενίου =μου έριξαν την κατηγορία σε μένα. |
αβάρα (α): | είδος τσιμπουριού με μεγάλη κοιλιά και χρώμα σταχτί | |
---|---|---|
όρα νια φούκα π' ενέχα ενταν' α αβάρα=κοίτα μια κοιλιά που έχει αυτό το τσιμπούρι |
άβαρε (ο): | πάμπλουτος, πλούσιος (ο) |
---|
αβάρετε (ο): | αβάρετος, ακούραστος (ο) , ακούραστος |
---|
αβασκαίνου: | Ματιάζω | |
---|---|---|
ψιλιάζου |
άβατε (ο): | άκλαυτος (ο) | |
---|---|---|
Από το ρήμα Βου=καλίω |
άβατε (ο): | άβατος (ο) , αδιάβατος |
---|
αβάτευτε (ο): | αβάτευτος (ο) , αγγάστρωτη | |
---|---|---|
αμαρκάλιστε |
αβάφκιστε (ο): | αβάπτιστος (ο) |
---|
άβαφτε (ο): | άβαφτος (ο) |
---|
αβδέα (α): | βδέλλα (η) |
---|
αβδελλιάζου: | γεμίζω βδέλλες , κολλούν πάνω μου βδέλλες |
---|
αβδελλιαστέ (ο): | ζώο με βδέλλες στο σώμα (το) |
---|
άβε (ο): | άλλος | |
---|---|---|
άλλε,α άβα, το άλλιου |
άβλαφτε (ο): | αβλαβής (ο) |
---|
άβλιτα (ο): | βλίτο (το) |
---|
αβλόγητε (ο): | αβλόγητος |
---|
αβοήθητε (ο): | αβοήθητος (ο) |
---|
αβοτάνα (α): | αυτί (το) |
---|
αβοτανά (ο): | αυτιάς, (ο) |
---|
αβοτανού (α): | έχουσα μεγάλα αυτιά (η) |
---|
αβούκου: | λαβώνω , πληγώνω , τραυματίζω | |
---|---|---|
λαβούκου |
αβουμακία (α): | λαβωματιά (η) , πληγή , τραύμα |
---|
άβουτε (ο): | αλάβωτος (ο) , απλήγωτος , άτρωτος |
---|
άβρα (α): | λάβρα (η) , υπερβολική ζέστη |
---|
άβραστε (ο): | άβραστος (ο) |
---|
αβρέ (ο): | φλόγα (η) |
---|
άβρετε (ο): | άβρεχτος (ο) |
---|
αγαθέ (ο): | αγαθός (ο) |
---|
αγάκη (α): | αγάπη (η) |
---|
αγαλίαση (α): | χαρά (η) , αγαλίαση |
![]() |
---|
αγάνα (α): | λαγάνα (η) | |
---|---|---|
είδος ψωμιού [Σαρακοστής] |
αγανάχκησι: | αγανακτώ |
---|
άγανε (το): | άγανο (το) |
![]() |
---|---|---|
το "μουστάκι" των δηματριακών |
αγανέ -ά -έ (ο): | ευπλαστος (ο) , όχι σκληρός , μαλακός |
---|
αγανία (α): | αγανάδα (η) | |
---|---|---|
Το τέντζερε έν' έχουντα αγανία, δε ν' εκσύε κα=ο τέντζερης είχε γανίλα, δεν τον έπλυνε καλά |
αγανίου: | παθαίνω οξείδωση |
---|
αγάνουτε -ε -ε (ο): | αγάνωτος (ο) |
---|
αγαπητέ (ο): | αγαπητός (ο) |
---|
αγαπού: | αγαπώ |
---|
αγατσίου: | διψάω υπερβολικά , διψώ |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango