Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
παγίδα (α): | παγίδα (η) |
---|
πάγο (ο): | πάγος (ο) |
---|
παγούκου: | παγώνω , πηγνύω | |
---|---|---|
Αορ.ορ:επαγούκα |
παγουνία (α): | παγετός (η) , παγωνιά |
---|
παγουτέ (ο): | παγωμένος (ο) |
---|
παθαίνου: | πάσχω , παθαίνω | |
---|---|---|
Αορ.ορ.:επαθήκα |
πάθημα (το): | πάθημα (το) , συμφορά |
---|
πάθι (το): | πάθος (το) |
---|
παιδέγγου: | παιδεύω , τιμωρώ , βασανίζω | |
---|---|---|
Αορ.ορ:επαιδεύα |
παίζου: | παίζω |
---|
παινέγγου: | επαινώ | |
---|---|---|
αορ.ορ.επαίνευα |
Πάκα (α): | Πλάκα (η) |
---|
πακούνου: | πλακώνω | |
---|---|---|
αορ.ορ. επακούκα |
παλαβό (α): | παλαβός (ο) , τρελλός |
---|
παλαβομάγρα (α): | παλαβομάρα (η) |
---|
παλαβούκου: | παλαβώνω , τρελλαίνω | |
---|---|---|
Αορ.ορ.επαλαβούκου |
παλάκι (το): | παλάτι (το) |
---|
παλαμάρι (το): | παλαμάρι (το) |
---|
παλέγγου: | παλεύω | |
---|---|---|
αορ.ορ.επαλεύα |
πάλι: | πάλι , ξανά |
---|
παλιέ (ο): | παλιός (ο) |
---|
παλιούρι (το): | φυτό παλιούρι (το) |
---|
Παλιόχωρα (α): | Παλιόχωρα (η) |
---|
παλληκάρι (το): | παλληκάρι (το) , νέος , γερός |
---|
παλληκαριάτικο (το): | προγαμιαία δωρεά (η) |
---|
πάμα (α): | παλάμη (η) |
---|
πανάδα (α): | σούπα με ψωμί (η) |
---|
πανδρέγγου: | πανδρεύω | |
---|---|---|
αορ.ορ.επανδρεύα |
πανδρεία (α): | παντρειά (η) |
---|
πανεθούρι (το): | παράθυρο (το) | |
---|---|---|
παραθιούρι |
πανία: | τα μασούρια |
---|
πανιούκα (α): | πανούκλα (η) , λοιμός | |
---|---|---|
πληθυντικός : πανιούκλε |
παννιάρα (α): | σταχτόπαννο (το) |
---|
πανούσε: | από πάνω |
---|
παντέχου: | περιμένω | |
---|---|---|
απαντέχου |
πάντζικα (α): | μεγάλος βράχος πάνω στο βουνό (η) |
---|
πάντζινε,-ε,-ε (ο): | σπάρτινος (ο) |
---|
πάντι (το): | σπάρτο (το) |
---|
παντοκεινέ-ά-έ: | παντοτεινός-ή -ό |
---|
παντού: | παντού |
---|
παπά (ο): | παπάς (ο) | |
---|---|---|
πληθυντικός : παπάδε |
παπαδία (α): | παπαδιά (η) |
---|
παπαδιχό-ά-ό: | παπαδίστικο |
---|
παπέρε: | εκεί πέρα |
---|
παπού (ο): | παππούς (ο) | |
---|---|---|
πληθυντικός : παπούδε |
πάπουμα (το): | πάπλωμα (το) |
---|
παπώρι (το): | βαπόρι (το) |
---|
παρά (ο): | παράς (ο) |
---|
παρά: | παρά |
---|
παραβαίνου: | παραβαίνω |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango