Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
κούσελε (ο): | κοχλός (ο) , κοχλίας | |
---|---|---|
πληθυντικός : κουσέλοι |
κουτζούγκι (ο): | καμπούρης (ο) | |
---|---|---|
πλυθ.οι κουτζούγκιδε |
κουτζουλέγγου: | αρπάζω , κλέβω |
---|
κουτζουλέκη (ο): | επιτήδιος κλέπτης (ο) |
---|
κουτζούμπα (α): | κοσύμβη (η) , καμπούρα |
---|
κούτουλε (ο): | ξύλινη κούπα (η) |
---|
κουτούλι (το): | μικρό ξύλινο ποτήρι (το) |
---|
κουτουλίζου: | συγκρούω |
---|
κουτσαίνου: | κουτσαίνω , χωλαίνω |
---|
κουτσούνα (α): | κούκλα (η) |
---|
κουτσούρα (α): | κουτσούρα (η) |
---|
κούτσουρε (το): | κούτσουρο (το) |
---|
κουφάρι (το): | κουφάρι (το) , σκελετός | |
---|---|---|
Λέγεται και κουφάζι |
κουφατσία (α): | κουφάλα δέντρου (η) |
---|
κουφέτα (α): | κουφέτο (το) |
---|
κόφα (α): | μεγάλο κοφίνι (το) |
---|
κόφου: | κόπτω , τέμνω , κόβω |
---|
κοφτερέ (ο): | κοφτερός (ο) | |
---|---|---|
κοφτερέ -ά -έ |
κόφτρα (α): | υδροφραγμός (ο) , νεροφραγμός |
---|
κοχλάτε (ο): | κοχλάζων (ο) | |
---|---|---|
κοχλάτε -ατα -άκιου |
κόχλε (ο): | κοχλασμός (ο) |
---|
κόψιμο (το): | κόψιμο (το) |
---|
κοψοβότανε (ο): | κουτσάυτης (ο) |
---|
κοψονούρι (ο): | αυτός με κομμένη ουρά (ο) |
---|
κράδα (α): | κρυάδα (η) |
---|
κραΐα (α): | τρύπα (η) | |
---|---|---|
Πληθυντικός:κραΐλε |
κραΐλι (το): | τρυπίτζα (η) |
---|
κράκα (α): | κλειδί (το) |
---|
κράμα (το): | κλήμα (το) |
---|
κραμάδα (α): | χαραμάδα (η) |
---|
κραματόσαμδα (α): | κληματόβεργα (η) |
---|
κραματόφυλλε (το): | κληματόφυλλο (το) | |
---|---|---|
Πληθυντικός :τα κραματόφυα |
κραμπούνι (το): | κράμβη (η) |
---|
κράνδου: | σκάζω | |
---|---|---|
Αόριστος:εκρά Μετοχή(κρατέ) |
κρανίδα (α): | σκίζα (η) | |
---|---|---|
στζίζα |
κρασάτζι (το): | κρασάκι (το) |
---|
κράσι (α): | κράση (η) , δύναμη |
---|
κρασί (το): | κρασί (το) |
---|
κρατέ (ο): | σκασμένος (η) |
---|
κράτσα (α): | χρυσόξυλον (το) |
---|
κρεββάτα (ο): | κρεββάτι (το) |
---|
κρεββαταρία (α): | κρεββαταριά (η) , κληματαριά |
---|
κρεμαίνου: | κρεμάω | |
---|---|---|
κρεμαλίχου | ||
Αόριστος :εκρεμάσμα |
κρεμαλίχου: | κρεμώ | |
---|---|---|
κρεμαίνου |
κρέμασι (α): | κλισις (η) |
---|
κρεμαστέ (α): | κρεμαστός (ο) |
---|
κρέμμου (το): | κρεμμύδι (το) | |
---|---|---|
Πληθυντικός :τα κρέμμα |
κρεμμούνα (α): | σκυλλοκρομμύδι (το) | |
---|---|---|
Πληθυντικός :οι κρεμμούνε |
κρεμμυδόφυα: | κρομμυδότσουφλα |
---|
κρέφου: | κλέπτω |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango