Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου

  • Αρχική σελίδα(current)
  • Εγγραφή
  • Σύνδεση
  • Αποσύνδεση
  • Οι λέξεις μου
Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω

Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου

λεπρέ (ο):  λεπρός (ο)
Λεωνίδιο
λερέ -ά -έ (ο):  λερωμένος (ο)
Λεωνίδιο
λεύκο (ο):  λεύκα (η)
Λεωνίδιο
λέφου:  ξεφλουδίζω
Λεωνίδιο
λεχούκου:  θερμαίνω
αόριστος:ελεχούκα
ληνέ (ο):  ληνός (ο)
Λεωνίδιο
πλυθηντικός:οι ληνοί
Λία (ο):  Ηλίας (ο)
Λεωνίδιο
λιάζου:  ηλιάζω
αόριστος:ελιά
λιακουτέ (το):  ηλιόλουστο δωμάτιο (το)
Λεωνίδιο
λιάρα (α):  ασπρόμαυρη κατσίκα (η)
λιβάνι (το):  λιβάνι (το)
Λεωνίδιο
λιβανία (α):  μυρωδιά (η)
Λεωνίδιο
λιγαρία (α):  λιγαριά (η)
Λεωνίδιο
λιγάτζι:  λιγάκι
Λεωνίδιο
λίγδα (α):  λίγδα (η)
λιγκώνι (το):  μελιγκώνι (το) , το μυρμήγκι
Λεωνίδιο
λιγοθυμία (α):  λιγοθυμία (η)
Λεωνίδιο
λιγοθυμού:  λιγοθυμώ , λειποθυμώ
λιητριδείε (το):  ελαιοτριβείον (το)
Λεωνίδιο
λίμα (α):  βουλιμία (η)
Λεωνίδιο
λιμάσσου:  λιμαίνω
λιμαστέ -ά -έ (ο):  λιμασμένος (ο) , πεινασμένος
λίμνα (α):  λίμνη (η)
λίμπα (α):  ξύλινη ή πέτρινη λάρνακα για λάδι (η)
λιμπί (το):  μικρή λάρνακα (η)
λινάρι (το):  λινάρι (το)
Λεωνίδιο
λιοκότσι (το):  λιοκόκκι (το) , το ελαιοκόκκιον , πυρήνας
Λεωνίδιο
λιοκύρι (το):  λιοπύρι (το)
Λεωνίδιο
λιοντάρι (το):  λιοντάρι (το) , λέων
λιούκο (ο):  λύκος (ο)
Λεωνίδιο
Πληθυντικός :οι λιούτζοι
λιούκου:  λύνω , λύω
Λεωνίδιο
Αόριστος :έλιουκα
λιουτσαίνου:  ολισθαίνω , γλιστρώ
Αόριστος :ελιουτσάγκα
λιουτσαντρία (α):  γλιστερή κατηφόρα (η)
λιόφυο (το):  ελαιόφυλλο (το)
Πληθυντικός :τα λιόφυα
λιχνίζου:  λιχνίζω
Λεωνίδιο
αόριστος : ελιχνία
λίχνισμα (το):  λίχνισμα (το)
Λεωνίδιο
λόγκο (ο):  λόγκος (ο) , λόχμη
Λεωνίδιο
λοιπόν:  λοιπόν
Λεωνίδιο
λουλουδάτζι (το):  λουλουδάκι (το)
Λεωνίδιο
πληθυντικός : λαλουδάντζα
λουπάι (το):  τσουκάλι (το)
Λεωνίδιο
λούπινε (το):  λούπινο (το)
πληθυντικός : λούπινα
λουπινία (α):  το φυτό λουπινιά
Λεωνίδιο
λυγαρία (α):  λυγαριά (η)
ουλιά
λυγερέ -ά -έ (ο):  λυγερός -ή -ό (ο)
Λεωνίδιο
λυγίζου και γυλίζου:  λυγίζω , κάμπτω
αόριστος : ελυγία
λυγρί (το):  κρύσταλλο πάγου (το)
Λεωνίδιο
πληθυντικός : λυγρία
λύκη (α):  λύπη (η) , το πένθος
λύου:  λιώνω
λυπητερέ (α):  λυπητερός (ο)
λυπούμενε:  λυπούμαι , θλίβομαι
Αόριστος :ελυπήμα
  • « Previous
  • 2 (current)
  • » Next

Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango