Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
νιφούμενε: | νίβομαι |
---|
Νιχάλι (ο): | Μιχάλις (ο) |
---|
Νοέμβρη (ο): | Νοέμβριος (ο) |
---|
νόημα (το): | νεύμα (το) |
---|
νοητέ -ά -έ (ο): | έξυπνος (ο) |
---|
νοικοτζούρι (ο): | νοικοκύρης (ο) | |
---|---|---|
πληθυντικός:νοικοτζούριδε |
νοίου: | ακούω | |
---|---|---|
αόριστος:ενοιάκα |
νοιούκου: | εννοώ , καταλαβαίνω | |
---|---|---|
αόριστος:ενοιούκα |
νοιρίζου: | γνωρίζω |
---|
νοιρόγι (το): | μοιρολόγι (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός:νοιρόγια |
νοιρογίστρα (α): | μοιρολογήτρα (η) |
---|
νοιρογού: | μοιρολογώ | |
---|---|---|
αόριστος:ενοιρογήκα |
νοίτζι (το): | ενοίκιο (το) , νοίκι |
---|
νοιτζιάζου: | ενοικιάζω | |
---|---|---|
Αόριστος:ενοιτζιά |
νοκία (α): | νότιο μέρος (το) | |
---|---|---|
Πληθ.:νοκίε |
νομήα (ο): | βοσκός (ο) | |
---|---|---|
Πληθ.:νομήε |
νομίζου: | νομίζω |
---|
νοστζιμάδα (α): | νοστιμάδα (η) |
---|
νοστζιμέγγου: | νοστιμεύω , νοστιμίζω | |
---|---|---|
Αορ.:ένοστζιμευα |
νόστζιμο (ο): | νόστιμος (ο) |
---|
νου (ο): | νους (ο) |
---|
νουρά (α): | ουρά (η) |
---|
νουτάθι: | χάραμα , ξημέρωμα |
---|
ντάϊμα: | συνεχώς |
---|
ντέρκι (το): | λύπη (η) , θλίψη |
---|
ντίου: | χτυπώ |
---|
ντόκιε (ο): | ντόπιος (ο) |
---|
ντουφέτζι (το): | ντουφέκι (το) |
---|
ντραπαλέ (ο): | ντροπαλός (ο) |
---|
ντρέα (α): | τρέλα (η) |
---|
ντρελέ (ο): | τρελός (ο) |
---|
ντρεπούμενε: | ντρέπομαι |
---|
ντροκή (α): | ντροπή (η) |
---|
ντροκιάζου: | ντροπιάζω |
---|
ντρουνίτσα (α): | ψιλό στάρι (το) |
---|
νύγδαλε (το): | αμύγδαλο (το) | |
---|---|---|
Πληθ.:νύγδα |
νυγδαλία (α): | αμυγδαλιά (η) |
---|
νύθη (α): | νύμφη (η) | |
---|---|---|
Πληθ.:νυφάδε |
νυθιάτσιχο (ο): | νυμφικός (η) |
---|
νυρίζου: | μυρίζω | |
---|---|---|
Αόριστος:ενυρία |
νύρισμα (το): | άνηθος (ο) , μύρισμα |
---|
νύροι: | μύριοι , χιλιάδες |
---|
νυρωϊδία (α): | μυρωδιά (η) |
---|
νυστάζου: | νυστάζω | |
---|---|---|
Αόριστος:ένυστα |
νυχάτζι (το): | νυχάκι (το) | |
---|---|---|
Πληθ.:νυχάτζα |
νύχι (το): | νύχι (το) | |
---|---|---|
Πληθ.:νύχια |
νώθα (α): | δυσκινησία (η) |
---|
νωπό,-ά,-ό (ο): | φρέσκος,-ια,-ο (ο) |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango