Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
τεσσάρατε: | τέταρτο | |
---|---|---|
Νι εμαθήτζερε α Θωμαή εμποίτζε επέρι το τεσσάρατε υζέ=Το`μαθες η Θωμαή έκανε χθές το τέταρτο παιδί. |
τέσσεροι: | τέσσαρις | |
---|---|---|
Εγι τσάχου με τα τέσσερα=Τρέχει με τα τέσσερα |
τέστα (α): | κουβάς (ο) |
---|
τέτζερε (ο): | τέτζερες (ο) | |
---|---|---|
τασ` τον τέτζερε νία κότα έκη βράζα=μέσ`στόν τέτζερε έβραζε μία κότα |
τεχνίτα (ο): | τεχνίτης (ο) | |
---|---|---|
τεχρίτα |
τέχρα (α): | τέχνη (η) |
---|
τεχρίτα (ο): | τεχνίτης (ο) | |
---|---|---|
τεχνίτα |
τζαιρέ (ο): | καιρός (ο) , χρόνος , άνεμος |
---|
τζαπουνδού και τσαπουνδού: | τσιληπουρδώ | |
---|---|---|
αόριστος : ετσαπουνδήκα |
τζέα (α): | οίκος (ο) , σπίτι | |
---|---|---|
πληθυντικός : τα τζελή |
τζεάρα (α): | σπιτάρα (η) , σπιταρόνα |
---|
τζεάρι (το): | σπιτάκι (το) | |
---|---|---|
τζελλιούλι |
τζελλιούλι (το): | μικρό σπιτάκι (το) | |
---|---|---|
τζεάρι |
τζεμπέρι (το): | τσεμπέρι (το) , μαντήλα | |
---|---|---|
πληθυντικός : τα τζεμπέρα Εχαμεούκαι τα τζεμπέρα σου, εχαμήλωσαν, κατέβασαν τα τζεμπέρια τους |
τζένδρι (το): | κέδρος (ο) , κένδρος |
---|
τζενδρόμαλε (το): | κενδρόμηλο (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός : τζενδρόμαβα |
τζέντημα (το): | κέντημα (το) |
---|
τζεντού: | κεντώ , αγκυλώνω | |
---|---|---|
αόριστος : ετζεντήκα |
τζεντρί (το): | κεντρί (το) |
---|
τζέπα (α): | επιδερμίδα (η) , τσίπα , ντροπή (μεταφορικά) |
---|
τζέραμο (ο): | κεραμίδι (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός : τζεράμου |
τζέρασε και τζεράσι (το): | κεράσι (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός : τζεράσια |
τζερασία (α): | κερασιά (η) |
---|
τζέρατε (το): | κέρατο (το) |
---|
τζερατία (α): | χαρουπιά (η) |
---|
τζέρδι (το): | κέρδος (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός : τα τζέρδη |
τζερί (το): | κερί (το) |
---|
τζερίθρα (α): | κερίθρα (η) |
---|
τζεχρί (το): | κεχρί (το) |
---|
τζηντζηνάρι (το): | τα εκατό κομμάτια | |
---|---|---|
Δι μι ένα τζηντζηνάρι σκούνδα, δώσε μου μια εκατοστή σκόρδα |
τζήπο (ο): | κήπος (ο) | |
---|---|---|
πληθυντικός : οι τζήποι |
τζητζίδι (το): | ξεγύμνωμα (το) |
![]() |
---|
τζιβέγγου: | περιποιούμαι , βοηθώ έναν άρρωστο | |
---|---|---|
Αόριστος:ετζιβεύα |
τζίβεμα (το): | περιποίηση ασθενούς (η) |
---|
τζίλικα (ο): | ανδρομίδα (η) , κιλίμι , μάλλινος τάπητας |
---|
τζίνδυνε (ο): | κίνδυνος (ο) | |
---|---|---|
Με τζίνδυνε τα ζωή σι, με κίνδυνο της ζωής του |
τζινδυνέγγου: | κινδυνεύω | |
---|---|---|
Αόριστος:ετζινδυνεύα |
τζίνημα (το): | κίνημα (το) |
---|
τζινού: | κινώ , ξεκινώ | |
---|---|---|
Αόριστος:ετζινήκα.Ετζινήκα να καμπάου το χειόθασσε,ξεκίνησα να κατέβω στην ακρογιαλιά |
τζινούρτζε: | καινούργιος | |
---|---|---|
Εμποίκα νία σβάρνα τζινούρτζα,έκαμα μία καινούργια σβάρνα |
τζιτζιρώνα (α): | τζίτζικας (η) , τζιτζίκι , τζίντζιρας |
---|
τζίτρε (το): | κίτρο (το) |
---|
τζιτρία (α): | κιτριά (η) |
---|
τζίτρινε-ε-ε: | κίτρινος |
---|
τζίχλα (α): | τσίχλα (η) |
---|
τζοίτα (α): | κοίτη (η) |
---|
τζοιτάρι (το): | ύστερον (το) |
---|
τζοπάνι (ο): | τσοπάνης (ο) | |
---|---|---|
πλ. οι τζοπάνοπου=τζοπανόπουλα. |
τζοπανόπουλε (το): | τσοπανόπουλο (το) | |
---|---|---|
πλ.τα τζοπανόπουα |
τζουρά (α): | κυρά (η) |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango