Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
ξεμπέχου: | ξεσκεπάζω | |
---|---|---|
Αορ.ορ.εξεμπέμα |
ξένε (ο): | ξένος (ο) , άγνωστος |
---|
ξενικεία (α): | ξενιτειά (η) , αλλοδαπή |
---|
ξενιτέγγου: | ξενιτεύω | |
---|---|---|
αορ.ορ. εξενιτεύα υπ.ξενιτέψου |
Ξενιτεγγούμενε: | ξενιτέυομαι | |
---|---|---|
ορ.Αορ.εξενιτέμα. μετοχή.ξενιτευτέ υπ.ξενιτευτού |
ξέννοιαστε (ο): | ξέννιαστος (ο) , αμέριμνος |
---|
ξενοδουλέγγου: | ξενοδουλεύω | |
---|---|---|
Αορ.ορ.εξενοδουλεύα υπ.ξενοδουλέψου |
ξενώνα (ο): | ξενώνας (ο) |
---|
ξεπέφου: | εκπίπτω , ξεπέφτω | |
---|---|---|
Αορ.ορ.εξεπέβα |
ξεπεφτέ (ο): | ξεπεσμένος (ο) |
---|
ξεποίου: | εκποιώ , ξεκάμνω , ξεπουλώ | |
---|---|---|
Αορ.ορ.εξεμποίκα |
ξεπρέγου: | ξεπλέκω μαλλιά | |
---|---|---|
Αορ.ορ.εξεπρέα |
ξεπρησκούμενε: | ξεπρήζομαι , ξεφουσκώνω | |
---|---|---|
αορ. ορ. εξεπρήσμα |
ξερικό (ο): | ξερικός αγρός (ο) |
---|
ξερισκούμενε: | ρίχνομαι |
---|
ξέρισμα (το): | αποβολή εμβρύου (η) , έκτρωση |
---|
ξερίχου: | ρίχνω |
---|
ξέρου: | ξέρω , ξέρω | |
---|---|---|
αορ.έξευρον |
ξεσινδούκου: | ξεριζώνω | |
---|---|---|
αορ.ορ. εξεσινδούκα |
ξεσκούφουτε: | ξεσκούφωτος |
---|
ξεσπαθούκου: | ξεσπαθώνω | |
---|---|---|
αορ. ορ. εξεσπαθούκα |
ξεστζεπάχου: | ξεσκεπάζω | |
---|---|---|
αορ. ορ. εξεστζεπά |
ξέστζεπο (ο): | ξέσκεπος (ο) |
---|
ξεστζίζου: | ξεσχίζω , σχίζω | |
---|---|---|
αορ.ορ.εξεστζία |
ξεστολίζου: | ξεστολίζου | |
---|---|---|
αορ. ορ. εξεστολία |
ξεσυνειθίζου: | ξεσυνειθίζω | |
---|---|---|
αορ. ορ. εξεσυνειθία |
ξεσφίγγου: | ξεσφίγγω | |
---|---|---|
αορ. ορ. εξεσφία |
ξετζινού: | ξεκινώ | |
---|---|---|
αορ.ορ.εξετζιγήκα |
ξεφκιλίζου: | ξεφυτηλίζω , κόβω την καύτρα του φυτηλιού | |
---|---|---|
αορ.ορ.εξεφκηλία |
ξεφοζούμενε: | ξεφοβούμαι | |
---|---|---|
αόριστος : εξεφοζάμα |
ξεφτέρι (το): | εξαπτέρυγο (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός : ξεφτέρα |
ξεχάνου: | ξεχνώ , ξεχάνω , λησμονώ | |
---|---|---|
αόριστος : εξεχάκα |
ξεχειλίζου: | ξεχειλίζω | |
---|---|---|
αόριστος : εξεχειλία |
ξεχειμωνιάνδου: | ξεχειμωνιάζω , παραχειμάζω | |
---|---|---|
αόριστος : εξεχειμωνία |
ξεχουρίζου: | ξεχωρίζω , χωρίζω , διακρίνω | |
---|---|---|
αόριστος : εξεχουρία |
ξεχουριστέ,-ά,-έ (ο): | ξεχωριστός,-ή,-ό (ο) |
---|
ξεψυχού: | ξεψυχώ | |
---|---|---|
αόριστος : εξεψυχήκα |
ξημέρουμα (το): | ξημέρωμα (το) |
---|
ξημερούνου: | ξημερώνω | |
---|---|---|
αόριστος : εξημερούτζε |
ξηούκου: | ξηλώνω , ξεκαρφώνω | |
---|---|---|
αόριστος : εξηούκα |
ξιππαστέ,-ά,-έ (ο): | ξιππασμένος (ο) , περήφανος |
---|
ξόανε (το): | ξόανο (το) , ξύλινο άγαλμα |
---|
ξοδευκή (ο): | εξοδευτής (ο) |
---|
ξόκοτα (α): | ξυλόκοττα (η) |
---|
ξοκρέββατε (το): | ξυλοκρέββατο (το) , φέρετρο |
---|
ξολοθρέγγου: | εξολοθρεύω | |
---|---|---|
αόριστος : εξολοθρεύα |
ξούλινε (ο): | ξύλινος (ο) | |
---|---|---|
Λέγεται και ξύλινε |
ξουράθι (το): | ξυράφι (το) |
---|
ξουρίζου: | ξυρίζω | |
---|---|---|
Αόριστος:εξουρία |
ξουστάγι (το): | μπαλκόνι (το) | |
---|---|---|
ξώστη |
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango