Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
μισά (α): | μέση (η) | |
---|---|---|
ανάμεσα |
μισαμέρι (το): | μεσημέρι (το) | |
---|---|---|
μεσαμέρι | ||
Λέγεται και μεσαμέρι |
μισάνιουτα: | μεσάνυχτα |
---|
μισάντρα (α): | χώρισμα της σάλας (το) |
---|
μισαρινέ-ά-έ (ο): | μεσιανός (ο) | |
---|---|---|
μεσαρινέ-ά-έ |
μισοπενατέ-ά-έ (ο): | μισοπεθαμένος (ο) |
---|
μισού: | μισώ | |
---|---|---|
Αόριστος:εμισήκα |
μισοχείμωνα: | μέσο του χειμώνα |
---|
μίτρα (α): | μίτρα επισκόπου (η) |
---|
μιτσαίνου: | μικραίνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εμιτσάγκα |
μιτσί-ά-ί (ο): | μικρός (ο) | |
---|---|---|
Πληθυντικός:μιτσοί-έ-ά |
μιτσούλι (το): | παιδάκι (το) |
---|
μιτσούλικο (το): | μικρούτσικο (το) |
---|
μνήμα (το): | μνήμα (το) |
---|
μνημονέγγου: | μνημονεύω | |
---|---|---|
Αόριστος:εμνημονεύα |
μνημόσυνε (το): | μνημόσυνο (το) |
---|
μόδι (το): | μονάδα μέτρησης σιτηρών (η) |
---|
μόζαμα (το): | πόνος (ο) |
---|
μοζατέ-ά-έ (ο): | πονεμένος (ο) |
---|
μοζού: | πονώ | |
---|---|---|
Αόρστος:εμοζάκα |
μοίρα (α): | μοίρα (η) |
---|
μοιρασία (α): | μοιρασιά (η) |
---|
μόκο (ο): | μοσχάρι (το) | |
---|---|---|
Πληθυντικός:οι μόκου |
μοκούα (α): | αγελαδίτσα (η) |
---|
μοκούλι (το): | μοσχαράκι (το) |
---|
μολεμάτζι (το): | μικρό μολυντήρι (το) |
---|
μόλεμο (ο): | μολυντήρι (το) |
---|
μόλις: | μόλις |
---|
μόλου: | έλθω |
---|
μοναστζήρι (το): | μαναστήρι (το) |
---|
μοναχία (α): | μοναξιά (η) |
---|
μοναχό,-ά,-ό (ο): | μοναχός (ο) , μόνος |
---|
μόνε,-α,-ου (ο): | μόνος,-η,-ο (η) | |
---|---|---|
πληθυντκός : μόνοι, μόνε, μόνα |
μονογενή (ο): | μονογενής (ο) |
---|
μονοκοπανία: | μονοκοπανιά , μονομιάς |
---|
μονομερία: | σε ένα μέρος |
---|
μονονία (α): | μοναχή (η) , μοναδική |
---|
μονοπάκι (το): | μονοπάτι (το) |
---|
μονοταρικά: | χονδρικά |
---|
μοσκοανασταντέ,-ά,-έ (ο): | μοσχοαναθρεμμένος (η) |
---|
μοσκοκρίζου: | πλένω με μόσκο |
---|
μότσι: | μόλις |
---|
μου: | μας |
---|
μούα (α): | μούλα (η) |
---|
μουάρι (το): | μουλάρι (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός : μουάρα |
μουγκό,-ά,-ό (ο): | μουγκός,-ή,-ό (ο) | |
---|---|---|
πληθυντικός : μουντζοί,μουντζέ,μουγκά |
μουγκρίζου: | μουγκρίζω |
---|
μούγκρισμα (το): | μούγκρισμα (το) |
---|
μουδίου: | μουδιάζω , ναρκώνομαι | |
---|---|---|
αόριστος : εμουδιάκα |
μούζα (α): | μύγα (η) | |
---|---|---|
πληθυντικός : μούζε |
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango