Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
μουζόχεσμα (το): | μυγόχεσμα (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός : μουζοχέσματα |
μουκάλα (α): | ρεματαριά (η) |
---|
μουκρούνου: | ζουπίζω , εκθλίβω | |
---|---|---|
αόριστος : εμουκρούκα |
μούλε (ο): | νόθος υιός (ο) , μούλικος |
---|
μουλί (το): | κάτω μέρος της κοιλιάς προβάτου (το) , μουλί |
---|
μουνδού: | βυζαίνω |
---|
μουνουχίζου: | μουνουχίζω | |
---|---|---|
αόριστος : εμουνουχία |
μουνούχισμα (το): | μουνούχισμα (το) |
---|
μουνούχο (ο): | ευνούχος (ο) , μουνουχισμένος |
---|
μουνταλία (α): | μυρτιά (η) , σμερτιά |
---|
μούντζα (α): | μούντζα (η) |
---|
μουντζαλία (α): | μουντζούρα (η) |
---|
μουντζουρίζου: | μουντζουρώνω | |
---|---|---|
αόριστος : εμαντζουρία |
μούργα (α): | μούργα (η) |
---|
μούργο (ο): | σκύλος μελανωπός |
---|
μουρήα (α): | μουριά (η) | |
---|---|---|
πληθυντικός : μουρήε |
μουρίχου: | μεθώ , το τσούζω |
---|
μουρμούρα (α): | μουρμούρα (η) |
---|
μουρμουράρι,μουρμουράρα,μουρμουράρικο (ο): | μουρμουργιάρης (ο) |
---|
μουρμούρι (ο): | μουρμούρης (ο) |
---|
μουρμουρίζου: | μουρμουρίζω | |
---|---|---|
αόριστος : εμουρμουρία |
μουρμούρισμα (το): | μουρμούρισμα (το) |
---|
μουρόφυα: | μουρόφυλλα |
---|
μουρτζία (α): | πυράκανθα (η) |
---|
μούσκουρε (ο): | κοκκινωπός τράγος (ο) |
---|
μουστάτζι (το): | μουστάκι (το) | |
---|---|---|
πληθ.τα μουστάτζα |
μουστόπατα (α): | μουστόπητα (η) |
---|
μουτζά (α): | τσίμπλα (η) |
---|
μουτζί (το): | μικρή τσίμπλα (η) |
---|
μούτουλε (ο): | μεγάλος βράχος (ο) |
---|
μούτσουνα: | μούτρα |
---|
μούχα (α): | μούχλα (η) |
---|
μουχλιάζου: | μουχλιάζω | |
---|---|---|
αορ.έμουχλια |
μόχα (α): | μολόχα (η) |
---|
μπαίνου: | μπαίνω | |
---|---|---|
αόρ. εμπάκα |
μπαΐνου: | βγαίνω | |
---|---|---|
αορ. εμπαΐκα |
μπαΐχου: | εμπάζω , βάζω κάποιον μέσα |
---|
μπακαλάο (ο): | μπακαλιάρος (ο) |
---|
μπακατζίζου: | βελάζω |
---|
μπαλάντρα (α): | ξύλινο εξάρτημα πιεστηρίου |
---|
μπαλαρμά (ο): | βόλι (το) , σφαίρα |
---|
μπαλώσαινα (α): | μπαλωματού (η) |
---|
μπαλώση (ο): | μπαλωματής (ο) |
---|
μπαμπάη (ο): | μπαμπούλας (ο) |
---|
μπαμπατζία (α): | βαμβακιά (η) |
---|
μπαμπάτσι (το): | βαμβάκι (το) |
---|
μπάμπια (α): | μπάμια (η) |
---|
μπάνου: | βγάζω |
---|
μπαούκου: | μπαλώνω |
---|
μπάουμα (το): | μπάλωμα (το) |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango