Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
σοδέγγου: | εσοδεύω | |
---|---|---|
Αόριστος:εσοδεύα |
σόμαση (α): | ζέστη (η) |
---|
σόμπουλε (το): | χαλίκι (το) |
---|
σονίχου: | θερμαίνω , ζεσταίνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εσογία |
Σοτέμβρι (ο): | Σεπτέμβριος (ο) |
---|
σου: | των ή τους |
---|
σούγα (α): | σούβλα (η) , ο οβελός |
---|
σουκαλία (α): | χτύπημα με ράμφος (το) | |
---|---|---|
Τό ξυφτέρι νι εντούτζε νία σουκαλία τζαι νι εμπαλήτζε τόν εψιλέ,το ξεφτέρι της εκτύπησε ένα χτύπημα με το ράμφος και της έβγαλε το μάτι |
σούκι (το): | σκουπίδι (το) , σαρίδι | |
---|---|---|
Ούτε σούκι δεν αραμάτζε,ούτε σκουπίδι δεν έμεινε,όλα εξαφανίστηκαν |
σούκο (το): | σύκο (το) | |
---|---|---|
Πληθυντικός:τα σούκα |
Σούκο (το): | τοπωνύμιο μύτη του βουνου (η) |
---|
σούνου: | σώνω , φτάνω , προφτάνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εσούκα |
σουπία (α): | σουπιά (η) |
---|
σουραχί (το): | αγγείο για ρακί |
---|
σούρε (ο): | χοίρος (ο) | |
---|---|---|
χιούρε, , χιουρί |
σούρου: | σέρνω |
---|
σουρούνου: | σουρώνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εσουρούμα |
σουρτέ (ο): | συρτός (ο) |
---|
σουσάνι (το): | σουσάμι (το) |
---|
σουστέ-ά-έ: | σωστός (ο) |
---|
σούτε (ο): | σιούτος (ο) |
---|
σούφου: | στριβω | |
---|---|---|
Αόρ:εσούβα |
σοφωνίζου: | στραβολεμιάζω , στρεψαυχενίζω |
---|
σπάζου: | σπάζω |
---|
σπάθα (α): | σπάθα του αρότρου (η) |
---|
σπαθί (το): | σπαθί (το) |
---|
σπανάτζι (το): | σπανάκι (το) |
---|
σπάραχνε (το): | σπάραχνα , βράγχια |
---|
σπασμό (ο): | σπασμός (ο) |
---|
σπήλι (το): | μικρό σπήλαιο (το) |
---|
σπηλία (α): | σπήλαιο (το) |
---|
σπηλιάδα (α): | ξαφνικός στεριανός άνεμος (ο) |
---|
σπηλιούτσι (το): | μικρή σπηλιά (το) |
---|
σπίθα (α): | σπίθα (η) |
---|
σπιθαμά (α): | σπιθαμή (η) |
---|
σπιλήνα (α): | σπλήνα (η) |
---|
σπινιούρι (το): | σπίνος (ο) |
---|
σπλάχνε (το): | σπλάχνο (το) |
---|
σπλαχνισκούμενε: | σπλαχνίζομαι | |
---|---|---|
αορ. ορ.εσπλχνίσμα |
σποΐα (α): | στάχτη (η) |
---|
σποϊλιάρι (ο): | σταχτερό πουλί (το) |
---|
σποΐλωπο: | σταχτύς (ο) |
---|
σπουρίχου: | ρίχνω σπόρους |
---|
σπυρί (το): | σπυρί (το) | |
---|---|---|
πούρε |
σταβουμάγρα (α): | στραβομάρα (η) |
---|
σταγόνι (το): | σαγόνι (το) |
---|
σταθερέ (ο): | σταθερός (ο) , ευσταθής |
---|
σταλιάζου: | σταλίζω , αναπαύομαι κυρίως για ζώα | |
---|---|---|
αορ. ορ.εσταλιά |
σταλίχου: | στήνω , τοποθετώ | |
---|---|---|
Αόριστος:εσταλία |
στάλπη (α): | φρέσκο τυρί (το) |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango