Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
Σταμάκι (ο): | Σταμάτιος (ο) |
---|
σταμακίχου: | σταματώ | |
---|---|---|
Αόριστος:εσταμακία |
σταματού: | σταματώ | |
---|---|---|
Αόριστος:εσταματήκα |
Σταματού (α): | Σταματίνα (η) |
---|
σταμνί (το): | στάμνος (η) |
---|
στασία (α): | στοίβα (η) |
---|
στατέρι (το): | καντάρι (το) |
---|
σταυρέ (ο): | σταυρός (ο) |
---|
σταυρούκου: | σταυρώνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εσταυρούκα |
σταφυλίτα (ο): | σταφυλίτης (ο) |
---|
στεγνέ,-ά,-έ (ο): | ισχνός (ο) , αδύνατος , στεγνός |
---|
στεγνούκου: | στεγνώνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστεγνούκα |
στείφου: | στείβω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστείβα |
στέκου: | στέκω , στέκομαι | |
---|---|---|
Αόριστος:εστάμα |
στενάζου: | στενάζω | |
---|---|---|
Αόριστος:έστενα |
στενοφύλι (ο): | στενόφυλλος (ο) |
---|
στενόχωρε (ο): | στενόχωρος (ο) |
---|
στενοχωρού: | στενοχωρώ |
---|
στεργούμενε: | στέργω |
---|
στερήα (α): | στεριά (η) | |
---|---|---|
Πληθυντικός:οι στερήε |
στέρηση (α): | στέρηση (η) |
---|
στέρνα (α): | στέρνα (η) |
---|
στερούκου: | στερεώνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστερεούκα |
στέρφα (α): | στείρα (η) |
---|
στεφάνι (το): | στεφάνι (το) |
---|
στεφανούκου: | στεφανώνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστεφανούκα |
στζάδα (α): | σκιά (η) , το ψάθινο καπέλο |
---|
στζέκη (α): | σκεπή σπιτιού (η) |
---|
στζέπα (α): | μαντήλι (το) | |
---|---|---|
γυναικείο κάλυμμα της κεφαλής |
στζέπαρνε (το): | σκεπάρνι (το) |
---|
στζεπάχου: | σκεπάζω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστζεπά |
στζερπανία (α): | σκεπαρνιά (η) |
---|
στζίζα (α): | σκίζα (η) , Ξύλο σκισμένο | |
---|---|---|
κρανίδα |
στζίζου: | σκίζω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστζία |
στζύα (α): | σκύλλα (η) |
---|
στήθι (το): | στήθος (το) |
---|
στιγερέ (το): | το σταθερό ξύλο στη μέση του αλωνιού (το) |
---|
στοιχείε (το): | στοιχειόο (το) , το φάντασμα | |
---|---|---|
πληθυντικός : στοιχεία |
στοίχημα (το): | στοίχημα (το) |
---|
στοκί (το): | τέτοιο (το) |
---|
Στόλε (ο): | το ψηλότερο μέρος του Πραστού , τοποθεσία του Πραστού |
---|
στολίδι (το): | στολίδι (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός : στολίδια |
στολίζου: | στολίζω | |
---|---|---|
αόριστος : εστολία |
στομάχι (το): | στομάχι (το) |
---|
στομούκου: | στομώνω , χορταίνω |
---|
στουκί (το): | στούπι (το) |
---|
στούμα (το): | στόμα (το) | |
---|---|---|
τούμα |
στούπα (α): | στουπί (το) |
---|
στόχασι (α): | σκέψη (η) , ο στοχασμός |
---|
στοχασκούμενε: | σκέπτομαι |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango