Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
στοχό (ο): | όχθος (ο) |
---|
στραβό,-ά,-ό (ο): | στρεβλός (ο) , τυφλός |
---|
στραβοξεικάζου: | στραβοκοιτάζω |
---|
στραβούκου: | στραβώνω | |
---|---|---|
αόριστος : εστραβούκα |
στρακιώτα (ο): | στρατιώτης (ο) |
---|
στραμπουλίζου: | στραμπουλίζω , στραγγουλίζω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστραμπουλία |
στραντζίχου: | στραγγίζω , σουρώνω | |
---|---|---|
Αόριστος:ετραντζία |
στραποχάζι (το): | καταιγίδα με χαλάζι (η) |
---|
στρομπούλι (το): | μικρό τόπι (το) |
---|
στροντζυλέ,-τζυά,-τζυλέ (ο): | στρογγυλός (ο) | |
---|---|---|
Πληθυντικός:τζιλοί-τζυλέ-τζυά |
στροντζυλέγγου: | στρογγυλεύω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστροντζύλευα |
στρούγγα (α): | στρούγγα (η) | |
---|---|---|
Τα στρούγκα ήγκιαϊ μαζουτοί όλοι οι βάνοι +στη στρούγκα ήταν μαζεμένα όλ τα αρνιά |
στρούνου: | στρώνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστρούκα |
στρουφοντζία (α): | αστροφεγγία (η) |
---|
στροφυλιά (α): | είδος κρασιού (το) , κρασί από τα σταμφύλια | |
---|---|---|
Έβαζαν στο μούστο χλωρά κουκουνάρια |
στρυμούκου: | στρυμώχνω | |
---|---|---|
Αόριστος:εστρυμούκα |
στυούκου: | στυλώνω , στηρίζω με ξύλο |
---|
σύγγη και σρύγγη (α): | θρούμπη (το) | |
---|---|---|
ορύγγι | ||
Βάννε φτατε με σύγγη = αρνί ψητό με θρούμπι |
σύγνεφο (το): | σύννεφο (το) |
---|
συγνεφουτέ,-ά,-έ (ο): | συννεφιασμένος (ο) |
---|
συγνοθία (α): | συννεφιά (η) |
---|
συδούκου και συδίου: | δυναμώνω , αυξάνομαι | |
---|---|---|
εσυδούτζε α κάρα=δυνάμωσε η φωτιά |
συκρούκου: | συγκρούω τα ξύλα της φωτιάς για να αναπτυχθεί φλόγα | |
---|---|---|
αόριστος :εσυκρούκα |
συμμαζούκου: | συμμαζεύω , συγκεντρώνω | |
---|---|---|
συνάζου |
συμπαθού: | συμπαθώ | |
---|---|---|
αόριστος : εσυμπαθήκα |
συναγρίδα (α): | συναγρίδα+ (η) |
---|
συνάζου: | συνάζω , συναθροίζω , συγκεντρώνω | |
---|---|---|
συμμαζούκου | ||
αόριστος : εσυνά Ο Δεσπόκη εσυνάε όλοι του παπάδε τα πολικεία=Ο Δεσπότης συγκέντρωσε όλους τους ιερείς της πόλης |
συνάχι (το): | συνάχι (το) |
---|
συνειθίζου: | συνηθίζω |
---|
συνεικάζου: | συμπεραίνω , υποθετω |
---|
συνέρι (το): | αφορμή φιλονικίας (η) |
---|
συνερισκούμενε: | συνερίζομαι |
---|
συννοϊνδούμενε: | συλογίζομαι , σκέπτομαι | |
---|---|---|
αόριστος : εσυννοΐμα |
συνοδέγγου: | συνοδεύω |
---|
σύνορε (το): | σύνορο (το) |
---|
συνορέγγου: | συνορεύω |
---|
συνοχή (α): | ανεμοταραχή (η) |
---|
σύνταχα (α): | αύριο το πρωί |
---|
σύνταχα: | πρωί |
---|
συνταχαινούμενε: | ξημερώνομαι |
---|
συνταχούλια: | πολύ πρωΐ | |
---|---|---|
Ετάκα συνταχούλια =σηκώθηκα πρωΐ πρωΐ |
συντζά (α): | συκιά (η) | |
---|---|---|
Όρα αγροσυντζά και σούκο. |
σύρμα (το): | μονοπατι (το) | |
---|---|---|
΄Αρε έγκι τό σύρμα έγι κοντούτερε.=πάρε αυτό το μονοπάτι είναι κοντήτερο. |
σύσωμο (ο): | ολόκληρος (ο) | |
---|---|---|
Ο λιούκο αυράε ένα βάννε τζαί νι εφαΐτσε σύσωμο=ο λύκος άρπαξε ένα αρνί και το έφαγε ολόκληρο. |
συχύζου: | συγχύζω | |
---|---|---|
ΑΟΡ.εσυχύα |
συχώρεσι (α): | συγνώμη (η) | |
---|---|---|
Εκουγίε σύχώρεσι |
σφήνα (α): | σφήνα (η) |
---|
σφίγγου: | σφίγγω |
---|
σφουγγάρι (το): | σφουγγάρι (το) |
---|
σωθικό (το): | σωθικό (το) , τα εντόσθια , τα σπλάχνα |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango