Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
τρομάρα (α): | τρομάρα (η) , τρόμος |
---|
τρόπο (ο): | τρόπος (ο) |
---|
τρουγκάνα (α): | μεγάλο κουδουνι των μεγάλων τράγων (το) |
---|
τρουγκάνι (το): | κουδούνι των αιγοπροβάτων (το) |
---|
τροφή (α): | τροφή (η) |
---|
τρόχαλε (το): | χαλίκι (το) , τρόχμαλος |
---|
τροχαλία (α): | σωρός χαλίκων (ο) |
---|
τρυγικό (ο): | τρυγικός (ο) |
---|
τρυφερέ,-ά,-έ (ο): | τρυφερός (ο) |
---|
τσάδερφο (α): | ξαδέρφη (η) | |
---|---|---|
τσάδεφο |
τσάδεφο (ο): | ξάδερφος (ο) | |
---|---|---|
τσάδερφο |
τσαθία (α): | η βελόνα (η) | |
---|---|---|
πληθυντικός:οι τσαθίλε |
τσαίνου: | ξαίνω |
---|
τσακοντία (ο): | το δόντι τραπεζίτης (ο) |
---|
Τσάκωνα (ο): | Τσάκωνας (ο) | |
---|---|---|
πληθυντικός : οι Τσακώγοι |
Τσακωνία (α): | Τσακωνιά (η) |
---|
τσαμπρούκου: | αποβάλλω |
---|
τσάμπρουμα (το): | η αποβολή (το) |
---|
τσάο (ο): | τράγος (ο) | |
---|---|---|
πληθυντικός:οι τσάου και τσάουνε |
τσαούα (α): | στάλα (η) , λίγο |
---|
τσαπλάρα (α): | το μεγάλο βήμα (το) |
---|
τσαπόλητε, (ο): | ξυπόλυτος (ο) | |
---|---|---|
Ωράκα αθροίποι τσαπόλυτοι, είδα ξυπόλητους ανθρώπους |
τσαπρούκου: | ξαπλώνω | |
---|---|---|
αόριστος : ετσαπρούκα |
τσάφι (το): | πάχνη (η) |
---|
τσαφίνου: | αφήνω , ελευθερώνω | |
---|---|---|
αόριστος : ετσαφήκα |
τσάχιμα (το): | τρέξιμο (το) |
---|
τσάχου: | τρέχω | |
---|---|---|
αόριστος:ετσαχίκα |
τσαχύ (α): | τραχύς (ο) |
---|
τσε: | και |
![]() |
---|---|---|
Εφαήτζε τζαί τα τσία μάβα=έφαγε και τα τρία μήλα. |
τσε: | τι |
---|
τσεί: | τρείς |
---|
τσεία (α): | θεία (η) |
---|
τσείε (ο): | θείος (ο) | |
---|---|---|
πληθυντικός : τσείουνε |
τσεμάγρα (α): | τρεμούλα (η) |
---|
τσέμου: | τρέμω | |
---|---|---|
σέμου | ||
αόριστος:ετσεμάκα |
τσέρα (α): | ξέρα (η) |
---|
τσεραΐα (α): | ξεραΐλα (η) | |
---|---|---|
πληθυντικός : τσεραΐλα |
τσεραίνου: | ξεραίνω |
---|
τσεραΐξι (το): | όταν κάποιος κάνει συνέχεια ερωτήσεις |
---|
τσέρβουλε (το): | παπουτσι (το) | |
---|---|---|
πληθυντικός:τα τσέρβα |
τσερέ,-ά,-έ (ο): | ξερός (ο) |
---|
τσεροδήχου: | ξεροβήχω |
---|
τσεροκακίνου: | ξεροκαταπίνω |
---|
Τσερόκαμπε (ο): | ξεροκάμπι (το) |
---|
τσεροκράνδου: | ξεροσκάω |
---|
τσερομάσσου: | ξερομασσώ |
---|
τσερομαχού: | ξερομαχώ | |
---|---|---|
αόριστος : ετσερομαχήκα |
Τσέρφο (το): | τοποθεσία παράλιος μεταξύ Αγίου Ανδρέα και Τυρού |
---|
τσεφάλα (α): | κεφάλι (το) | |
---|---|---|
τζουφά |
τσηνά (α): | σφήκα (η) |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango