Λεξικό τσακώνικης διαλέκτου του Μιχαήλ Δέφνερ από τους μαθητές του Δημοτικού Σχολείου Λεωνιδίου
αγό (ο): | λαγός (ο) |
---|
άγο του θεού (το): | άλογο του θεού (το) |
![]() |
---|
αγόμυλε (ο): | αλογόμυλος (ο) |
---|
αγοράνου: | αγοράζω , ψωνίζω |
---|
αγούμαστε (ο): | αγούμαστος (ο) , είδος σταφυλιού |
---|
άγουρε -ε -ε (ο): | άγουρος (ο) |
---|
αγουρομανάτζι ή αγουρομάνακο (το): | αγρομανάκι (το) | |
---|---|---|
είδος ελιάς |
αγράμματε -ε -ε (ο): | αγράμματος (ο) |
![]() |
---|
αγράπασε (το): | αγριολάπαθο (το) | |
---|---|---|
αγριοάπρασε |
άγρε -ε -ε (ο): | άγριος (ο) , άξεστος |
---|
αγρέγγου: | αγριεύω , εξαγριώνω , εξαγριώνομαι |
![]() |
---|
αγρίνι (το): | αγρίμι (το) , άγριο ζώο |
---|
αγριοάπρασε (το): | αγριο πράσο (το) | |
---|---|---|
αγράπασε |
αγριοκατσούα (α): | αγριόγατα (η) |
---|
αγροδαμαστζηγία (α): | κορομηλιά (η) | |
---|---|---|
Σήμερα: αγροδαματζία ή αγροκορομιλία |
αγροΐζου: | καβαλικέυω , ιππέυω , αναρριχώμαι |
![]() |
---|
αγροικού: | αγροικώ , ακούω , νιώθω |
---|
αγροΐστρα (α): | ιππεύτρια (η) , αυτή που καβαλάει τον άντρα της |
![]() |
---|---|---|
η γυναίκα που καβαλικέυει τον άντρα της |
αγροκάτσουλε (το): | αγριόγατος (ο) | |
---|---|---|
Σήμερα: αγριοκάτσουλος ή αγριοκάτσουλε |
αγροκούμαρε (το): | αγροκουμαριά (η) | |
---|---|---|
Σήμερα:το αγριοκούμαρε |
αγρόκραμα (το): | άγριο κλήμα (το) | |
---|---|---|
Σήμερα:το αγριόκραμα |
αγρολία (α): | αγριελιά (η) |
---|
αγρολουπινία (α): | άγρια λουπινιά (η) |
---|
αγρομαλία (α): | αγριομηλιά (η) |
---|
αγροξεικάζου: | αγριοκοιτάζω |
---|
αγροπούλι (το): | σπουργίτης (ο) , αγριοπούλι |
---|
άγυρτε (ο): | αγύριστος (ο) |
---|
αγωγιάτα (ο): | αγωγιάτης (ο) |
---|
άδαρτε (ο): | άδαρτος (ο) , αχτύπητος |
![]() |
---|
άδατε (ο): | άκαυστος (ο) |
---|
αδειάζου: | κενώνω , ευκαιρώ , αδειάζω |
---|
άδειε (ο): | άδειος (ο) , κενός , αδειανός |
![]() |
---|
αδέϊτε -ε -ε (ο): | άδετος (ο) , λυτός , ελεύθερος |
![]() |
---|
αδένατε (ο): | άδεικτος (ο) , αυτό που δεν έχουμε δείξει | |
---|---|---|
Π'ουρ εσσ΄θέου να νι αγοράσου αδένατε=πώς θέλεις να το αγοράσω χωρίς να μου το έχεις δείξει |
αδέξε -ε -ε (ο): | αδέξιος (ο) , ανεπιτήδειος |
---|
αδερέ (ο): | νερουλός (ο) , υγρός , μαλακός |
---|
Άδης (ο): | κάτω κόσμος (ο) |
---|
αδιαντροκία (α): | αδιαντροπιά (η) , αυθάδεια |
---|
αδικού: | αδικώ |
![]() |
---|
αδικοφόνευτε (ο): | αδικοσκοτωμένος (ο) |
---|
αδιτζία (α): | αδικία (η) |
---|
αδρατζελία (α): | δρασκελιά (η) |
---|
άδυσσε (ο): | άβυσσος (η) , χάος |
---|
άε: | άλλαξε |
![]() |
---|---|---|
Ενεστώτας άσσου=αλλάζω |
αέρα (ο): | αέρας (ο) |
![]() |
---|
αέρι (το): | ελαφρός αέρας (ο) |
---|
αετέ (ο): | αετός (ο) | |
---|---|---|
αϊτέ |
αετούτσι (το): | αετόπουλο (το) | |
---|---|---|
αϊτούτσι | ||
μικρός αετός |
άζα: | λάδια | |
---|---|---|
πληθυντικός του άι=λάδι |
αζάλετε (ο): | αδιάλεκτος (ο) , μη διαλεγμένο |
---|
Το Ηλεκτρονικό Λεξικό της Τσακώνικης βασίζεται στο Λεξικό του Δέφνερ και ψηφιοποιήθηκε από την ΣΤ τάξη του Δημοτικού Λεωνιδίου υπό την επίβλεψη του Δασκάλου τους Παναγιώτη Τσαγκούρη, κατά τα σχολικά έτη 2004-2006. Συμπληρώθηκε με ηχητικά αρχεία και διορθώθηκε από την ΣΤ Τάξη του Δημοτικού Σχολείο Λεωνιδίου με την χρηματοδότηση του Προγράμματος Μαθαίνουμε Παρέα του Ιδρύματος Λάτση κατά το σχολικό έτος 2015-2016.
Πολύτιμη βοήθεια δόθηκε καθόλη την διάρκεια του προγράμματος από τον Ι. Χριστοδούλου σε ανάπτυξη εφαμοργών και εκπαίδευση μαθητών σε τεχνικά θέματα καθώς και των Ι. Παυλόπουλου και Γ. Μπακαγιάννη για την ανάπτυξη εφαρμογών για την τελική καταχώρηση και παρουσίαση. Η υλοποίηση του έργου έχει πραγματοποιηθεί μέσω DJango